- προεμπειρικός
- -ή, -ό, Ν(φιλοσ.)αυτός που υπάρχει ή γίνεται πριν από κάθε εμπειρία, ο άσχετος προς την εμπειρία, αυτός που ανήκει στον καθαρό λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εμπειρικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεμπειρικός — ή, ό αυτός που δεν έχει σχέση με την πείρα, που ανήκει στον ορθό λόγο, που υπήρξε πριν από κάθε εμπειρία: Ο χώρος και ο χρόνος είναι προεμπειρικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)